- αλπική χλωρίδα
- Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800-2.000 μ.
Τα φυτά που φύονται και αναπτύσσονται σήμερα στις πλαγιές, στα υψίπεδα και τις ράχες των βουνών αναφέρονται ειδικότερα στις Άλπεις, αλλά και στον Ιούρα, τα Πυρηναία, τον Καύκασο, τα Ιμαλάια, τα Βραχώδη όρη, τις νότιες Άνδεις και άλλα ψηλά όρη, εμφανίζουν δε κάτι χαρακτηριστικό και διαφορετικό από τη βλάστηση των χαμηλών περιοχών και των ακτών. Πρέπει επίσης να σημειωθεί η απουσία δενδρώδους βλάστησης από την α.χ., αφού τα έλατα και οι λάρικες, που ανήκουν στην ορεινή (και όχι αλπική) χλωρίδα, είναι τα μόνα δέντρα που φύονται σε μέγιστο υψόμετρο κατώτερο των 2.000 μ.
Η ξυλώδης αλπική βλάστηση αποτελείται κυρίως από θαμνώδη δενδρύλλια· ειδικά στις Άλπεις φύεται o άλνος ο πράσινος και η πεύκη η ορεινή,ενώ μεγάλες εκτάσεις καλύπτονται από ροδόδεντρα, όπως το ροδόδενδρο το σκωριόχρουν,που φύεται σε πυριτικά εδάφη, και το ροδόδενδρο το δασύ,που φύεται σε ασβεστολιθικά.
Εξαιτίας ενός συνόλου παραγόντων του περιβάλλοντος, όπως η κάλυψη από το χιόνι και η δράση σφοδρών ανέμων, τα δενδρύλλια έχουν κορμό και κλαδιά λυγισμένα και γι’ αυτό η υψομετρική ζώνη όπου αναπτύσσονται συστάδες ροδόδεντρου αποκαλείται ζώνη λυγισμένων δενδρυλλίων. Ψηλότερα από τη ζώνη αυτή συναντώνται στην αρχή συστάδες θάμνων ακόμα πιο χαμηλών που αντιστοιχούν στη θαμνώδη τούνδρα και σχηματίζονται από είδη του γένους βακίνιο,όπως το βακίνιο το μύρτιλλο,το οποίο υπάρχει και σε μικρότερο ύψος, το βακίνιο το ερυθρόκαρπο,το βακίνιο η άμπελος της Ίδης,το βακίνιο το ελόβιο και διάφορα άλλα.
Έπειτα από αυτές τις συστάδες θάμνων, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται φτέρες, ανθισμένες πόες, βρύα, λειχήνες και μανιτάρια, εκτείνονται τα κυρίως αλπικά βοσκοτόπια, η αλπική στέπα με κυπερίδες και αγρωστώδη (είδη των γενών κάρηξ, νάρδος, πόα, λουζούλα κλπ.) και η ποώδης, συχνά ελώδης αλπική τούνδρα, όπου μαζί με τα αλπικά είδη του γένους κάρηξ,κυριαρχούν τα μικρά βούρλα, είδη του γένους εριοφόρο,ενώ ανάμεσά τους αφθονούν διάφορα ορχεοειδή και σαξιφράγες ή παρεμβάλλονται τυρφώνες. Όταν εξεταστούν από κοντά, τα φυτά της α.χ. που φύονται στα ψηλά βοσκοτόπια και στις απόκρημνες παρειές των ψηλών κορυφών, εμφανίζουν όψη νάνων, έχουν χαμηλό βλαστό ή είναι ξαπλωμένα στο χώμα· συχνά έχουν πλατιά φύλλα, σε διάταξη ρόδακα, που σχεδόν ακουμπά στο έδαφος και από το κέντρο του οποίου ορθώνεται ένα στέλεχος άφυλλο ή με ελάχιστα φύλλα, πολύ μικρότερα από τα παράρριζα. To χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα παρατηρείται ολοκάθαρα στον αστέρα τον άλπειο,την όμορφη ιορόδινη μαργαρίτα με τον χρυσοκίτρινο κεντρικό δίσκο, που αφθονεί στα αλπικά βοσκοτόπια, στο εντελβάις (λεοντοπόδιο το αλπικό),που συναντάται σχεδόν μόνο στις απόκρημνες παρειές, στη γεντιανή τη βαυαρική και στη γεντιανή την εαρινή με τη σωληνοειδή γαλαζωπή στεφάνη και με κάλυκα χωμένο μέσα στον ρόδακα που σχηματίζουν τα παράρριζα φύλλα.
Τα αλπικά φυτά έχουν κατά κανόνα μεγάλα άνθη, σε σύγκριση με τις διαστάσεις του φυτού, είτε πρόκειται για κεφάλιο, όπως στον αστέρα τον άλπειο,είτε πρόκειται για κυρίως στεφάνη, όπως στο αλπικό γαρίφαλο (δίανθος ο γαστρώδης ή άλπειος)που έχει στεφάνη με διάμετρο 2 εκ. και πέντε κόκκινα πέταλα στην κορυφή μικρών βλαστών ύψους δύο ή τριών εκατοστών.
Άλλο χαρακτηριστικό πολλών αλπικών φυτών είναι το άσπρο χνούδι που προστατεύει τον βλαστό και τα φύλλα τους· το εντελβάις αποτελεί τυπικό δείγμα, επειδή το χνούδι καλύπτει ακόμα και τα κεφάλια του και ειδικότερα τα φύλλα που τα περιβάλλουν σε αστεροειδή διάταξη. Ωστόσο, και άλλα φυτά έχουν χνουδωτά ή τριχωτά φύλλα, όπως η αντεναρία η δίοικος με τα ρόδινα άνθη, οι αρτεμισίες της ομάδας τζενεπί(αρτεμισία των Άλπεων και αρτεμισία η μουτελίνα)και, τέλος, το ιεράκιον το εριώδες,φυτό πιο εντυπωσιακό, με εξαιρετικά παχιά και χνουδωτά φύλλα. Το χνούδι αυτό συντελεί στην προστασία των φυτών τόσο από την παγωνιά και το νερό όσο και από την ηλιακή ακτινοβολία, που είναι πολύ έντονη στα μεγάλα ύψη και καθόλου ευεργετική για αυτά.
Τα φύλλα άλλων αλπικών φυτών δεν είναι χνουδωτά, αλλά αντιθέτως σκληρά, δύσκαμπτα, σκούρα και γυαλιστερά στο πάνω μέρος τους όπως συμβαίνει στα ροδόδεντρα, στις δρυάδες (δρυάς η οκτωπέταλη),με τα άσπρα χωριστοπέταλα άνθη, στη μικρή αλπική αζαλέα (αζαλέα η έρπουσα)και σε πολλά άλλα φυτά, κατά κανόνα θαμνώδη και ξυλώδη, αν και συχνά ύψους μόλις λίγων εκατοστών. Οι διαστάσεις των αλπικών φυτών είναι τόσο μικρές, ώστε ο αμύητος μπορεί να ξεγελαστεί και να τα θεωρήσει λαθεμένα βρύα. Αυτό ισχύει για το ανδρόσακες το άλπειο (της οικογένειας των πριμουλιδών) και για τη σιληνή την άκαυλο (της οικογένειας των καρυοφυλλιδών)· και τα δύο αυτά φυτά σχηματίζουν με τους πολυάριθμους μικρούς βλαστούς τους, που είναι γεμάτοι ανοιχτοπράσινα φύλλα, καμπυλωτά μαξιλαράκια που ακουμπούν στο χώμα. Πάνω στις πράσινες αυτές τούφες ξεπροβάλλουν μικροί ποδίσκοι με μικροσκοπικά άνθη· η κόκκινη στεφάνη τους, κανονική και ίδια σε όλα, έχει διάμετρο από 4 έως 6 χιλιοστά. Στον ίδιο τύπο ανήκουν η σαξιφράγα η γλαυκή και η σαξιφράγα η βρυοειδής με τα μικρά άσπρα άνθη.
Μερικές φορές τα ανθάκια σχηματίζουν ταξιανθία όμοια με σωστό άνθος, που σε ορισμένες περιπτώσεις ακουμπά στο χώμα· τα φυτά αυτά λέγονται άκαυλα, δηλαδή στερούμενα βλαστού. Τέτοια είναι, π.χ., το κίρσιο το άκαυλο,μικρό γαϊδουράγκαθο που φυτρώνει στους πετρώδεις βοσκοτόπους και έχει μόνο ένα ιορόδινο κεφάλιο και –ακόμα πιο παράξενο είδος– η καρλίνα η άκαυλη,το γαϊδουράγκαθο νάνος,που συχνά συναντάται στα αλπικά βοσκοτόπια και το οποίο στη μέση ενός μεγάλου ρόδακα από πλατιά έλλοβα φύλλα, εμφανίζει μεγάλο πεπλατυσμένο κεφάλιο με διάμετρο 5-15 εκ. και όψη δέσμης γλωσσοειδών αχυρωδών ανθέων, που περιβάλλουν έναν χοντρό κεντρικό δίσκο από μικρά σωληνοειδή άνθη, χαρακτηριστικά όλων των συνθέτων της ομάδας αυτής. Τα κεφάλια της καρλίνας είναι πολύ υγροσκοπικά και γι’ αυτό μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν ανάλογα με το αν ο καιρός είναι ξηρός ή υγρός· η καρλίνα είναι επομένως από τα φυτά που, όπως λέμε, δείχνουν τον καιρό.
Ωστόσο, το μικρό στέλεχος και τα μεγάλα άνθη δεν είναι σταθερό γνώρισμα των αλπικών φυτών. Υπάρχουν πολλά ποώδη με ψηλό βλαστό και εντυπωσιακά άνθη, όπως η αρνική (αρνική η ορεινή)με κεφάλια χτυπητά κίτρινα ακτινωτής διάταξης και άλλα φυτά, άφθονα στα λιβάδια που βρίσκονται στα όρια της αλπικής ζώνης, όπως η αστραντία η μεγίστη,ορισμένα γεράνια κλπ.
Η α.χ. έχει πολύ ωραία λουλούδια, τόσο στο σχήμα όσο και στο χρώμα τους. Αναφέραμε ήδη τον αστέρα τον άλπειο και την αρνική και προσθέτουμε το αλπικό χρυσάνθεμο (λευκάνθεμο το αλπικό)που μοιάζει με άσπρη μαργαρίτα και το κενταύριο το ορεινό μπλουέ του βουνού, που μοιάζει με το κοινότατο μπλουέ του αγρού, από τις βιόλες τη βιόλα την πληκτροφόρο,με άρωμα μελιού και χρώμα ιώδες, κίτρινο ή άσπρο, από τις καμπανούλες την καμπανούλα τηνπωγωνάτη,με χνουδωτά άνθη, και τη βραχυτάτη,μικρή και λεπτεπίλεπτη, ενώ από τα υπόλοιπα φυτά το κυκλάμινο (κυκλάμινο το ευρωπαϊκό),τη σολδανέλα (σολδανέλα η αλπική)με κροσσωτή στεφάνη, ρόδινη ή ιώδη, που φύεται κοντά σε σωρούς χιονιών, την πρίμουλα την ελάχιστη,με μικρά ρόδινα άνθη, που φύεται σε βαλτώδεις τόπους.
Από τα αλπικά φυτά με αρωματικά άνθη, εξαιρετικά ωραία είναι μια μικρή ορχιδέα, η τυμναδενία η μελανή, με κωνική ταξιανθία και σκούρο κόκκινο χρώμα, ενίοτε μαυριδερό, το άρωμα της οποίας θυμίζει βανίλια. Σε ύψος λίγο κάτω από τα 2.000 μ. συναντά κανείς το λίλιο το μάρταγο, με σαρκώδη και κηρώδη στεφάνη, ρόδινη με κόκκινα στίγματα, αλλά και νάρκισσους (νάρκισσος ο ποιητικός),συχνά τόσο άφθονους, που γίνονται επιζήμιοι στη βοσκή. Οι κτηνοτρόφοι αποφεύγουν τέτοιες περιοχές.Μεταξύ των αλπικών φυτών αφθονούν τα φαρμακευτικά, περιζήτητα από τους βοτανολόγους, όπως η γεντιανή (γεντιανή η κίτρινη, γεντιανή η άκαυλη),το ακόνιτον το νάπελο,οι αρτεμισίες της ομάδας τζενεπί, το πολύγαλα (πολύγαλα το κοινό και το πικρό), τοελβετικό τσάι (βερονίκη η φαρμακευτική)και η αρνική.
Για τη μελέτη της α.χ. έχουν ιδρυθεί από το 1835 οι λεγόμενοι αλπικοί κήποι, όπου δημιουργούνται συνθήκες περιβάλλοντος κατάλληλες για την ανάπτυξη φυτών των αλπικών περιοχών.
Στην Ελλάδα φυτρώνουν αρκετά είδη της α.χ., αντιπροσωπεύουν όμως ένα ελάχιστο ποσοστό της χλωρίδας της κάθε περιοχής· τα περισσότερα από αυτά είναι ενδημικά, δηλαδή αυτοφυή μόνο σε ορισμένο τόπο ή περιοχή. Στην Κρήτη, π.χ., από τα 60 αλπικά φυτά που έχουν διαπιστωθεί, τα 40 είναι ενδημικά. Από τα περίπου 4.000 είδη φανερογάμων και πτεριδοφύτων που αποτελούν την ελληνική χλωρίδα, μόνο 447 είναι αποκλειστικά αλπικά και αντιπροσωπεύουν 47 οικογένειες από τις 130 της χώρας μας.
Στα αλπικά υψόμετρα των ελληνικών βουνών φύονται, μεταξύ άλλων, η πεύκη η ορεινή (Πιέρια, Όρβηλος), η κομβαλαρία του Μαΐου (Μάνη, με την κοινή ονομασία πέκα) και το βακίνιο το μύρτιλλο (Βόρεια Ελλάδα)· από τα νομευτικά, συνηθέστερα στις αλπικές βοσκές όλων σχεδόν των βουνών της ηπειρωτικής Ελλάδας και μερικών νησιών, όπως η Κρήτη και η Εύβοια, είναι ο αλωπέκουρος ο γεράρδειος,η πόα η άλπεια,η γεντιανή η ποντική,η σαξιφράγα η ταϋγέτιος και η γραική,το σενέκιο τοπαρνάσσιο,κ.ά. Από τα φαρμακευτικά συνηθέστερα είναι η γεντιανή η κίτρινη (κοινώς αγριοκαπνός, στην περιοχή Πρέσπας), το πολύγαλα το κοινό,η βερονίκη η φαρμακευτική (Βόρειας Ελλάδα έως τη Θεσσαλία), η αρτεμισία η μουτελλίνα κοινώς πισιδιά κλπ. Από τα καλλωπιστικά αναφέρουμε τον αστέρα τον άλπειο (ποικιλία του ο αστήρ ο κυλλήνιος),το λεπίδιο το ηπειρωτικό (Σμόλικας), το γάλανθο της βασίλισσας Όλγας (κοινώς σκουλαρίκια, ενδημικό στον Ταΰγετο), την ακουιλέγια της Αμαλίας,είδος σπάνιο, το οποίο συναντάται ιδιαίτερα στον Όλυμπο και την Γκιώνα, τον χιονόδακα τον νανώδη (Κρήτη), το πολύγαλα τουπομονανθές που φύεται στο αλπικό υψόμετρο του Χελμού κοντά στα ύδατα της Στυγός και την αρμερία την ελληνική (κοινώς χαλαβόχορτο, στη Λακωνία).
Η αρνική η ορεινή, με τα εντυπωσιακά άνθη της, συναντάται σε πολλές περιοχές των Άλπεων (φωτ. Igda).
Η ανεμώνη (ανεμώνη η χειμερία) είναι από τις πιο όμορφες εκπροσώπους της αλπικής χλωρίδας (φωτ. Igda).
Το ροδόδενδρο (ροδόδενδρο το σκωριόχρουν) καλύπτει μεγάλες εκτάσεις των Άλπεων (φωτ. Igda).
Η σολδανέλα η αλπική, τυπικό φυτό της αλπικής χλωρίδας (φωτ. Igda).
Μια ποικιλία ανεμώνης (ανεμώνη η πουλστατίλη) των Άλπεων με όμορφα άνθη (φωτ. Igda).
Η γεντιανή των Άλπεων εντυπωσιάζει με τη γαλαζωπή στεφάνη της (φωτ. Igda).
Αρτεμισία της ομάδας τζενεπί, τυπική της αλπικής χλωρίδας (φωτ. Igda).
Το περίφημο φυτό εντελβάις (λεοντοπόδιο το αλπικό), που αφθονεί στα αλπικά βοσκοτόπια (φωτ. Igda)
Αλπικό λιβάδι με ανθισμένους κρόκους: το μικρό αυτό φυτό με τα ιόλευκα λουλούδια ανθίζει λίγο μετά την τήξη των χιονιών και φύεται σε υψόμετρο από 1.000 έως 1.200 μ. (φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.